The Future of Assisted Suicide and Euthanasia

The Future of Assisted Suicide and Euthanasia. Neil M. Gorsuch, Εκδόσεις Princeton University Press, 2006, σελ. 320.

Από τη στιγμή που δημοσιεύθηκε η πρωτότυπη, σκληρόδετη έκδοση το 2006, το εν λόγω βιβλίο έχει ευρέως και δικαίως επαινεθεί, για την αποκατάσταση της ισορροπίας στη βιβλιογραφία της ιατρικής δεοντολογίας, στην οποία έχουν επί δεκαετίες επικρατήσει συγγραφείς-υποστηρικτές της νομιμοποίησης της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας. Ο Gorsuch, είναι πλέον Ομοσπονδιακός δικαστής του Δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου των Η.Π.Α. (εν αναμονή των 42 γενεθλίων του, κατά το χρόνο της συγγραφής του βιβλίου), έχοντας υποστηρίξει το διδακτορικό του στη Νομική Σχολή του Harvard, όπως επίσης και έναν αντίστοιχο τίτλο στην φιλοσοφία δικαίου στην Οξφόρδη. Στο βιβλίο του διεξάγει έρευνα στα πλαίσια μιας ευρείας ποικιλίας σχετικών νομολογιακών αποφάσεων, νομοθεσίας, καθώς και επιστημονικών κοινωνικών μελετών κυρίως από τις Η.Π.Α., το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ολλανδία (χώρα στην οποία έχει αποποινικοποιηθεί η ευθανασία). Κάποιοι σημαντικοί μελετητές της ιατρικής δεοντολογίας όπως ο Peter Singer αναφέρονται επίσης στο βιβλίο, αλλά η φιλοσοφία διαδραματίζει ξεκάθαρα δευτερεύοντα ρόλο στο εν λόγω βιβλίο σε σχέση με το δίκαιο. Και ενώ από άποψη βαθιάς νομικής επιχειρηματολογίας μπορεί να μην συνιστά την προτίμηση του καθ’ ενός, εντούτοις η υφολοφική διαύγεια του Gorsuch και η ανησυχία του επί καίριων ζητημάτων βιοηθικής, το καθιστά προσιτό και ενδιαφέρον ακόμη και για τους μη-νομικούς. «Το μέλλον της ευθανασίας και της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας» αξίζει να διαβαστεί, προκειμένου να ενημερωθεί κανείς για την τρέχουσα κατάσταση των πραγμάτων σ’ αυτά τα βαθιάς κοινωνικής ανησυχίας ζητήματα. Επί της ουσίας, ο Gorsuch επιχειρηματολογεί υπέρ ενός πλήθους επαρκώς καθορισμένων θέσεων, σχετιζόμενων με την εν λόγω αντιπαράθεση.

Ανάμεσα σ’ αυτές, οι κυριότερες είναι οι εξής: Α) Οι ιστορικοί της νομικής σφάλλουν όταν θεωρούν ότι ο νόμος έχει ολοένα και περισσότερο νομιμοποιήσει την αυτοκτονία τους τελευταίους αιώνες. Επί της ουσίας, οι νομοθετικές αλλαγές συνιστούν αντανάκλαση της ταυτοποίησης της αυτοκτονίας ως σύμπτωμα ψυχικής ασθένειας και της αναγνώρισης ότι οι μεταθανάτιες «τιμωρίες», οι οποίες αποσκοπούν απλώς στην αποτροπή της αυτοκτονίας επιβαρύνουν τον πόνο των πενθούντων οικογενειών. Β) Αφ’ ης στιγμής η ευθανασία, καθώς επίσης και η υποβοηθούμενη αυτοκτονία καθίστανται αποδεκτές ως νόμιμες επιλογές του ασθενούς, ο οποίος έχει περιέλθει στο τελικό στάδιο της ασθένειάς του, τότε παραμένει κάποια μικρή λογική βάση για την συγκράτηση αυτού που αναζητά την ευθανασία ή την υποβοήθηση απ’ την διάπραξη της αυτοκτονίας. Γ) Η κανονιστική ρύθμιση της ευθανασίας, καθώς και της ιατρικώς υποβοηθούμενης αυτοκτονίας στην Ολλανδία και στην πολιτεία Όρεγκον των Η.Π.Α. (όπου οι ιατροί νομιμοποιούνται να συνταγογραφήσουν θανατηφόρες φαρμακευτικές ουσίες, με στόχο την παροχή βοήθειας κατά την αυτοκτονία) είναι σοκαριστικά ανοργάνωτη. Οι αναφερόμενες διαδικασίες δεν έχουν πρακτική αξία και ειδικότερα στο Όρεγκον, ο νόμος δεν κάνει καμία σοβαρή προσπάθεια να αποτρέψει τους ασθενείς, και ειδικότερα τους πάσχοντες από θεραπεύσιμη κατάθλιψη, από τη λήψη θανατηφόρων ουσιών, με σκοπό την πραγμάτωση της αυτοκτονίας. Παρά το γεγονός της αποποινικοποίησης της ευθανασίας στην Ολλανδία, σε πολλές περιπτώσεις οι ιατροί δεν μπαίνουν στον κόπο να ακολουθήσουν τις επισήμως προβλεπόμενες πρακτικές ως προς την εφαρμογή της ευθανασίας. Εν ολίγοις: εξ’ ορισμού η ευθανασία και η ιατρικώς υποβοηθούμενη αυτοκτονία συνιστούν ζητήματα ζωής και θανάτου, εντούτοις όταν αποποινικοποιούνται, προκαλούν εκπληκτικά λιγότερη ανησυχία για την κακή πρακτική, εν σχέσει με τις συμβατικές ιατρικές διαδικασίες. Δ) Η πλειονότητα των θεμελιωδών νομικών και ηθικών διλημμάτων, που περιστρέφονται γύρω από την ευθανασία και την ιατρικώς υποβοηθούμενη αυτοκτονία, θα μπορούσαν να ιδωθούν καλύτερα υπό το πρίσμα της αρχής του «απαραβίαστου της ανθρώπινης ζωής», η οποία απορρίπτει οποιαδήποτε θανάτωση, τελούμενης εκ προθέσεως σε βάρος ανθρώπινης ύπαρξης (συμπεριλαμβανομένης της αυτοκτονίας), ωστόσο αποδέχεται την νομιμότητα ορισμένων ενεργειών, οι οποίες θα μπορούσαν δυνητικά να επιφέρουν τον θάνατο ανθρώπινων υπάρξεων, ως δυστυχή -αλλά αναμενόμενη- παρεπόμενη συνέπεια. Εν προκειμένω, ο Gorsuch επιχειρηματολογεί υπέρ της κλασικής «αρχής του διπλού αποτελέσματος» (“principal of double effect”), η οποία υπό συγκεκριμένες συνθήκες, επιτρέπει στους ανθρώπους να δρουν με στόχο την επίτευξη ενός θετικού επιθυμητού αποτελέσματος, παρ’ ότι έχουν επίγνωση του γεγονότος ότι η ενέργειά τους αυτή δύναται επίσης να προκαλέσει μια επιπρόσθετη αρνητική συνέπεια, ως προς την οποία όμως δεν υπήρξε πρόθεση. Πιο συγκεκριμένα, ο Gorsuch επισημαίνει ότι το δικαίωμα του ασθενούς να αρνηθεί θεραπευτική αγωγή, με το επιχείρημα ότι αυτή είναι επώδυνη, μάταιη, κλπ. αποτελεί «ατού» για το γεγονός ότι ο ασθενής θα πεθάνει συντομότερα, ελλείψει της απορριφθείσας αγωγής. Είναι ωστόσο, διστακτικός ως προς την εξουσία των εποπτευόντων να λαμβάνουν τέτοιες αποφάσεις επί νομικών ανεπαρκειών. Αυτά είναι μόνο μερικά από τα βασικά ζητήματα που πραγματεύεται το βιβλίο. Συντάσσομαι με όσους το επαινούν και ως εκ τούτου το συστήνω σε οποιονδήποτε ενδιαφέρεται για τα ζητήματα ζωής και θανάτου.

 

Ειρήνη Μέντε -Stagiaire ΕΕΒ